resistencia
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Spanish > Greek
διαβολή, δυσένδοτος, δυσπάθεια, τὸ ἀντιβατικόν, ἀκοπίαστος, ἀλκή, ἀνθολκή, ἀντέρεισις, ἀντίβασις, ἀντίκρουσις, ἀντίπραξις, ἀντίπτωσις, ἀντίτασις, ἀντιστηριγμός, ἀντιτυπής, ἀντιτυπία, ἀντιτύπησις, ἀτασθαλία, ἄρτημα, ἐναντίωμα, ἔνστασις