θηλύνους
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
-ουν, contr. for θηλύνοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. θηλύνοος.
Greek Monolingual
θηλύνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει γυναικεία μυαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -νους (< νους), πρβλ. βραδύ-νονς, σύν-νους].
English (Woodhouse)
(see also: θηλύνοος) effeminate, womanish
German (Pape)
zusammengezogen aus θηλύνοος.