μυξώδης

From LSJ
Revision as of 18:45, 24 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυξώδης Medium diacritics: μυξώδης Low diacritics: μυξώδης Capitals: ΜΥΞΩΔΗΣ
Transliteration A: myxṓdēs Transliteration B: myxōdēs Transliteration C: myksodis Beta Code: mucw/dhs

English (LSJ)

ες, like mucus, abounding in mucus, Hp.Art.40, cf. 8 (Comp.); δεσμὸς μυξώδης a pulpy band of connection, ib.45; μ. ὑγρότητες, γλισχρότης, Arist.GA761b33, HA517b28; μ. ὑγρασία Thphr.HP3.13.2; μ. ῥίζαι, σάρξ, Dsc.3.17, Gal.1.579.

German (Pape)

[Seite 218] ες, schleim-, rotzartig, voll Schleim, schleimig, Hippocr. u. a. Medic.

Russian (Dvoretsky)

μυξώδης: похожий на слизь, слизистый (ὑγρότης Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μυξώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μύξαν, ἔχων ἄφθονον μύξαν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785· δεσμὸς μ., γλοιώδης, αὐτόθι 809· μ. ὑγρότης, γλισχρότης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6., 3. 11, 2.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ μυξώδης, -ῶδες) μύξα
αυτός που μοιάζει με μύξα, βλεννοειδής, γλοιώδης
(νεοελλ.-μσν.) αυτός που αποτελείται από μύξα
αρχ.
1. αυτός που έχει άφθονη μύξα
2. μτφ. κουτός, βλάκας, ηλίθιος («βλεκέμυξος, βλακώδης, μυξώδης», Ησύχ.).