θύμος
ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events
English (LSJ)
(A), ὁ, v. θύμον (thyme).
(B), [perhaps ῠ], ὁ,
A warty excrescence, Hp.Alim.17, Dsc.2.28, Paul.Aeg.6.71; especially in the anal or genital regions, Gal.7.731.
II the thymus gland in the neck or breast of young animals, Ruf.Onom. 168, Gal.UP6.4.
German (Pape)
[Seite 1225] ὁ, auch θύμον, τό, 1) Thymian, Quendel (auch von θύω, entweder seines Wohlgeruchs wegen, od. weil das Reisig davon zuerst beim Verbrennen der Opfer gebraucht wurde, s. Philoch. Schol. Soph. O. C. 1001; Theophr. u. A. – Auch eine aus Thymian mit Honig u. Essig bereitete Speise, nach Schol. Ar. Plut. 253 ein Zwiebelgewächs, βολβός, ἀγριοκρόμμυον, 283 Pax 1153; Antiphan. bei Ath. II, 60 d Alex. ibd. XVI, 652 c; vgl. D. L. 6, 85. – 2) ein Fleischgewächs, Feigwarze, von der Aehnlichkeit mit den Blüthenknöpfchen des Thymian; sp. Medic.; Poll. 2, 218, vgl. 133. – 3) die Brustdrüse neugeborner Thiere, bei den Kälbern die Kälbermilch, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
thym, plante ; p. ext. mélange de thym, de vinaigre et de miel, ou sel. d'autres, oignon sauvage, nourriture des pauvres, à Athènes.
Étymologie: θύω.
Russian (Dvoretsky)
θύμος: (ῠ) ὁ θύω I]
1 (= θύμον) тимьян Plut.;
2 кушанье из тимьяна, уксуса и меда (еда афинских бедняков) Arph., Crates ap. Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
θύμος: ὁ, ἴδε θύμον.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
ο (ΑΜ θύμος) θύμον
νεοελλ.
1. ζωολ. αδενικό παράγωγο του φάρυγγα τών σπονδυλοζώων, κν. γλυκάδι
2. ανατ. ενδοκρινής αδένας που βρίσκεται πίσω από το στέρνο, είναι ανεπτυγμένος κατά τη βρεφική ηλικία, παραμένει στάσιμος κατά την παιδική και εξαφανίζεται κατά την εφηβική
μσν.-αρχ.
1. κρεατοελιά
2. ο θύμος αδένας, στο στήθος ή στον τράχηλο νεαρών ζώων, στο πάνω μέρος του μεσοπνευμόνιου χώρου.
(II)
ο (ΑΜ θύμος και θύμον, το)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη λαιμιώδη της οικογένειας τών χειλανθών και περιλαμβάνει 120 περίπου είδη, από τα οποία κυριότερο είναι το κοινό θυμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θύμον.
Greek Monotonic
θύμος: ὁ, βλ. θύμον.
Léxico de magia
ὁ bot. tomillo (πλάκαν) τελέσας ἐν ἀρώμασιν φαιοῖς οἷον ζμύρνᾳ, βδέλλῃ, στύρακι καὶ ἀλοῇ καὶ θύμῳ consagra la lámina con plantas aromáticas grises, como mirra, bálsamo, estoraque, áloe y tomillo P VII 434
Translations
ar: غدة زعترية; az: çəngələbənzər vəzi; bg: тимус; ca: tim; ckb: تایمۆس; cs: brzlík; cy: thymws; da: brissel; de: Thymus; el: θύμος αδένας; en: thymus; eo: timuso; es: timo; et: tüümus; eu: timo; fa: تیموس; fi: kateenkorva; fr: thymus; ga: faireog thímis; gl: timo; he: בלוטת התימוס; hi: थाइमस ग्रंथि; hr: timus; hu: csecsemőmirigy; hy: ուրցագեղձ; id: timus; io: timuso; is: hóstarkirtill; it: timo; ja: 胸腺; jv: timus; kk: айырша без; km: ក្រពេញទីមុស; ko: 가슴샘; ku: tîmus; ky: богок бези; la: thymus; lfn: timo; lt: užkrūčio liauka; lv: aizkrūtes dziedzeris; map_bms: timus; mk: градна жлезда; ml: തൈമസ് ഗ്രന്ഥി; ms: timus; nl: thymus; nn: brissel; no: brissel; pl: grasica; pt: timo; ro: timus; ru: тимус; sco: thymus; sh: timus; simple: thymus; sk: detská žľaza; sl: priželjc; sr: грудна жлезда; sv: bräss; ta: தைமஸ் சுரப்பி; te: థైమస్ గ్రంథి; th: ต่อมไทมัส; tr: timüs; ug: تۆش بېزى; uk: тимус; ur: توتہ; vi: tuyến ức; wa: timusse; wuu: 胸腺; zh_yue: 胸腺; zh: 胸腺