παραπνοή
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ἡ, passage, opening, τῷ ὕδατι Hp.Nat.Puer.25, cf. Gp. 10.56.6.
German (Pape)
[Seite 495] ἡ, das Wehen oder Athmen daneben, durch eine Oeffnung an der Seite, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παραπνοή: ἡ, μέρος ὅθεν δύναται νὰ διέλθῃ ἀήρ, Ἱππ. 244. 17, Γεωπ. 10. 56, 6.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ παραπνέω
οπή από όπου μπορεί να διέλθει αέρας.