εξασθενώ
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
Greek Monolingual
(I)
(εξασθενέω) (Α ἐξασθενῶ)
αδυνατίζω, χάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι
μσν.
(νομ.) παύω να ισχύω
αρχ.
1. γίνομαι ασθενέστερος, αδυνατίζω ως προς κάτι («ἐξησθένησε τοῖς λογισμοῖς», Διόδ. Σικ.)
2. δεν έχω αρκετές δυνάμεις για να κάνω κάτι
3. βρίσκομαι σε οικονομική στενότητα.
(II)
(εξασθενόω)
εξασθενίζω, επιφέρω αδυναμία, κατάπτωση, εξάντληση.