ἐξασθενέω

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξασθενέω Medium diacritics: ἐξασθενέω Low diacritics: εξασθενέω Capitals: ΕΞΑΣΘΕΝΕΩ
Transliteration A: exasthenéō Transliteration B: exastheneō Transliteration C: eksastheneo Beta Code: e)casqene/w

English (LSJ)

to be utterly weak, Hp.Morb.4.43, Arist.MM1203b11; of plants, to be exhausted, Thphr.CP5.9.11: metaph., τοῖς λογισμοῖς Agatharch.Fr.Hist.20(a) J., cf. D.S.20.78; to be in financial straits, PTeb.50.33 (ii B. C.), etc.: c.inf., to be too weak to .., ὁσάκις ἂν ὁ λόγος ἐξασθενήσῃ ἐναργῶς παραστῆσαι Ael.Tact.1.5.

Spanish (DGE)

I intr.
1 debilitarse, perder vigor de pers. οὐκ ἐξασθενέομεν τελείως ὑπὸ κενώματος no nos debilitamos completamente por la evacuación Hp.Morb.4.43, cf. Sor.2.8.28, Aët.16.10, Ath.Al.Inc.21, τὰ ἐξησθενηκότα (δένδρα) διὰ τὴν ἔνδειαν Thphr.CP 5.9.11, de un río τὸ δὲ ὕδωρ πανταχοῦ μεμερισμένον οὐκ ἐξασθενεῖ ἀλλὰ καὶ πλεῖται καὶ πίνεται καὶ γεωργεῖται Ach.Tat.4.11.5, del fuego τὸ πῦρ ... ἐν τοῖς αὐχμοῖς ἐξασθενεῖ Plu.2.411c
fig. debilitarse, flaquear δία τῆς ἁμαρτίας Gr.Nyss.Hom.in Eccl.384.3.
2 c. inf. ser incapaz de ἐξασθενεῖ δὲ ἡ ἐπὶ μέρους (φύσις) ἀναγκαίως ἄγειν πρὸς ἀιδιότητα Ph.2.499, cf. Ael.Tact.1.5, Anon.Hier.Luc.8.12, ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφία ... ἐξασθενεῖ πράττειν τὰς κυριακὰς ἐντολάς Clem.Al.Strom.1.16.80.
3 fig. debilitarse, flaquear καταμαλακίζεται καὶ ἐξασθενεῖ del hombre entregado al placer, Arist.MM 1203b11, cf. Str.8.4.1, ἐξησθένησαν ἐπ' αὐτοὺς αἱ γλῶσσαι αὐτῶν LXX Ps.63.9, cf. Agatharch.Fr.Hist.20a, D.S.20.78, τὰ τῆς πατρίδος οὕτως ἐξησθένηκεν Plu.Cor.33, εἰ δὲ ἐξασθενεῖς πρὸς τὴν τοῦ πατρὸς καὶ δημιουργοῦ θέαν Max.Tyr.11.12
ret., ref. a la fuerza expresiva Θουκυδίδην ... κατὰ τὴν δύναμιν ἐξασθενοῦντα D.H.Th.2.2, cf. Demetr.Eloc.50, Aristid.Quint.34.6
astrol. ἐὰν δὲ καὶ ἐπίκεντροι τύχωσιν ... ἐξασθενήσουσιν ἐν τῷ ἀγαθόν τι παρασχεῖν de los astros, Vett.Val.58.7.
4 depauperarse, empobrecerse, entrar en decadencia o situación de agotamiento por la pérdida de recursos humanos y materiales ἐξησθενηκότας ἡμᾶς καὶ ἐν κοινοῖς καὶ ἐν τοῖς ἰδίοις διά τε τοὺς συνεχεῖς πολέμους SEG 41.1003.1.12 (Teos III/II a.C.), κῶμαι ... σφόδρα ἐξησθένησαν ἐνοχλούμεναι ὑπὸ τῶν κατ' ἔτος λειτουργιῶν POxy.705.71 (III d.C.), cf. PTeb.50.33 (II a.C.), PThmouis 1.76.20 (II d.C.), Plu.2.822d.
II tr. debilitar τοῦ γήρως ἐξασθενοῦντος αὐτόν Chrys.M.63.66, en v. pas., fig. ἐξησθενημέναι ψυχαὶ ... ὑπὸ τῶν πραγμάτων Chrys.M.63.153.

German (Pape)

[Seite 873] sehr kraftlos, schwach sein od. werden, Hippocr.; καὶ ἄτονον γίγνεσθαι Plut. def. orac. 4; Hdn. 6, 2, 19.

Russian (Dvoretsky)

ἐξασθενέω: становиться крайне слабым, быть крайне слабым, терять силы (καταμαλακίζεσθαι καὶ ἐ. Arst.; τὰ τῆς πατρίδος ἐξησθένηκεν Plut.; ἐξασθενήσαι τοῖς λογισμοῖς Diod.).

Greek Monolingual

(I)
(εξασθενέω) (Α ἐξασθενῶ)
αδυνατίζω, χάνω τις δυνάμεις μου, εξαντλούμαι
μσν.
(νομ.) παύω να ισχύω
αρχ.
1. γίνομαι ασθενέστερος, αδυνατίζω ως προς κάτι («ἐξησθένησε τοῖς λογισμοῖς», Διόδ. Σικ.)
2. δεν έχω αρκετές δυνάμεις για να κάνω κάτι
3. βρίσκομαι σε οικονομική στενότητα.
(II)
(-όω)
εξασθενίζω, επιφέρω αδυναμία, κατάπτωση, εξάντληση.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξασθενέω: χάνω τὰς δυνάμεις μου, καθίσταμαι ἀδύνατος, Ἱππ. 504. 9, Ἀριστ. Ἡθ. Μεγ. 2. 6, 45. Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 9, 11· τοῖς λογισμοῖς Διόδ. 20. 78. - Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 79 - 86.