ψευδόφημος

From LSJ
Revision as of 14:03, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψευδόφημος Medium diacritics: ψευδόφημος Low diacritics: ψευδόφημος Capitals: ΨΕΥΔΟΦΗΜΟΣ
Transliteration A: pseudóphēmos Transliteration B: pseudophēmos Transliteration C: psevdofimos Beta Code: yeudo/fhmos

English (LSJ)

ον, falsely uttered, S.OC1517.

German (Pape)

[Seite 1395] von falscher Weissagung, Vorbedeutung, Soph. O. C. 1517.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est une fausse prédiction ; mensonger.
Étymologie: ψεῦδος, φημί.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψευδόφημος -ον [ψευδής, φήμη] vals verkondigd.

Russian (Dvoretsky)

ψευδόφημος: ложно пророчащий Soph.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ανήκει σε ψευδή φήμη, σε αναληθή προφητεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -φημος (< φήμη), πρβλ. πολύ-φημος].

Greek Monotonic

ψευδόφημος: -ον (φήμη), αυτός που ανήκει σε ψευδή προφητεία, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ψευδόφημος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς ψευδῆ προφητείαν, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1517.

Middle Liddell

ψευδό-φημος, ον, φήμη
of false divination, Soph.