μυξῖνος

From LSJ
Revision as of 14:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυξῖνος Medium diacritics: μυξῖνος Low diacritics: μυξίνος Capitals: ΜΥΞΙΝΟΣ
Transliteration A: myxînos Transliteration B: myxinos Transliteration C: myksinos Beta Code: muci=nos

English (LSJ)

ὁ, slime-fish, a sort of κεστρεύς, Hices. ap. Ath.7.306e.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de poisson.
Étymologie: μύξος.

Greek (Liddell-Scott)

μυξῖνος: ὁ, εἶδος ἰχθύος γλοιώδους, εἶδος κεστρέως, Λατιν. mugil, Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 306E· ὡσαύτως φέρεται μάξεινος. - Ἴδε Σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκρ. σ. 87, 88.

Greek Monolingual

μυξῑνος, ὁ (Α)
είδος ψαριού που έχει γλοιώδες δέρμα, είδος κεστρέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + κατάλ. -ῖνος (πρβλ. κορακ-ίνος)].