νυκτιλάλος

From LSJ
Revision as of 14:11, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐλάλος Medium diacritics: νυκτιλάλος Low diacritics: νυκτιλάλος Capitals: ΝΥΚΤΙΛΑΛΟΣ
Transliteration A: nyktilálos Transliteration B: nyktilalos Transliteration C: nyktilalos Beta Code: nuktila/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον, nightly-sounding, κιθάρη AP7.29 (Antip. Sid.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne la nuit.
Étymologie: νύξ, λαλέω.

German (Pape)

bei Nacht schwatzend, κιθάρη, Antip.Sid. 75 (VII.29).

Russian (Dvoretsky)

νυκτῐλάλος: (ᾰ) лепечущий в ночную пору (κιθάρη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐλάλος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα λαλῶν, ἠχῶν, κιθάρα Ἀνθ. Π. 7. 29.

Greek Monolingual

-ο (Α νυκτιλάλος, -ον)
αυτός που λαλεί ή ηχεί κατά τη νύχτανυκτιλάλος κιθάρη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος)].

Greek Monotonic

νυκτῐλάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που λαλεί, ηχεί τη νύχτα, σε Ανθ.

Middle Liddell

νυκτῐ-λᾰ́λος, ον,
nightly-sounding, Anth.