Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
και ῥηξίκθων και ῥησίχθων, -ον, Α
(συν. ως επίθ. χοίρου) αυτός που ανοίγει ρήγματα, σχισμές στη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥηξι- (βλ. λ. ῥήγνυμι) + χθών, χθονός «γη» (πρβλ. δαμασί-χθων)].