λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
(ΑΜ νησοποιῶ, -έω)μεταβάλλω μιαν έκταση σε νησί, αφού τήν αποκόψω με διώρυγα από τη συνέχειά της στην ξηρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + -ποιῶ (< -ποιός), πρβλ. νοσο-ποιώ, φθορο-ποιώ].