νησοποιώ

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ νησοποιῶ, -έω)
μεταβάλλω μιαν έκταση σε νησί, αφού τήν αποκόψω με διώρυγα από τη συνέχειά της στην ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + -ποιῶ (< -ποιός), πρβλ. νοσοποιώ, φθοροποιώ].