διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Full diacritics: ξῠλουργής | Medium diacritics: ξυλουργής | Low diacritics: ξυλουργής | Capitals: ΞΥΛΟΥΡΓΗΣ |
Transliteration A: xylourgḗs | Transliteration B: xylourgēs | Transliteration C: ksylourgis | Beta Code: culourgh/s |
ές, made of wood, διάφραγμα Lyd.Mag.3.37.
ξῠλουργής: -ές, ὁ ἐκ ξύλου κατεσκευασμένος, διάφραγμα Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. Πολιτ. 3. 37.
ξυλουργής, -ές (Μ)
κατασκευασμένος από ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -ουργής (< ἔργον), πρβλ. μεγαλ-ουργής].