τετραγενής

From LSJ
Revision as of 09:35, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰγενής Medium diacritics: τετραγενής Low diacritics: τετραγενής Capitals: ΤΕΤΡΑΓΕΝΗΣ
Transliteration A: tetragenḗs Transliteration B: tetragenēs Transliteration C: tetragenis Beta Code: tetragenh/s

English (LSJ)

ές, dub. l. in Orph.Fr.55 (epithet of ὕλη).

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που είναι τεσσάρων γενών ή ειδών («τῆς τετραγενοῦς ὕλης», Κλήμ. Αλ.)
νεοελλ.
(μικρβλ.) (για μικρόκοκκο) αυτός που πολλαπλασιάζεται με διαίρεση προς δύο διευθύνσεις, ενώ τα τέσσερα στοιχεία που παράγονται παραμένουν συγκολλημένα, αλλ. τετραδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γενής (< γένος), πρβλ. δι-γενής].