πολύκρουνος

From LSJ
Revision as of 10:40, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκρουνος Medium diacritics: πολύκρουνος Low diacritics: πολύκρουνος Capitals: ΠΟΛΥΚΡΟΥΝΟΣ
Transliteration A: polýkrounos Transliteration B: polykrounos Transliteration C: polykrounos Beta Code: polu/krounos

English (LSJ)

ον, with many springs, στόματα fountains many-gushing, AP9.669.4 (Marian.); with many mouths, φιάλαι Aristid.Or.17(15).22.

German (Pape)

[Seite 665] vielquellig, στόματα, viele Mündungen von Brunnenröhren, Marian. 3 (IX, 669).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a de nombreuses sources;
2 par où l'eau s'échappe comme de nombreuses sources.
Étymologie: πολύς, κρουνός.

Russian (Dvoretsky)

πολύκρουνος: многострунный: ὕδωρ πολυκρούνων ἐκπρορέει στομάτων Anth. вода струится из многих источников.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκρουνος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κρουνούς, στόματα π., πηγαὶ πολλαχόθεν ἀναβλύζουσαι, Ἀνθ. Π. 9. 669.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει πολλούς κρουνούς ή πολλά στόμια (α. «πολύκρουνος κρήνη» β. «πολύκρουνος φιάλη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κρουνός «πηγή» (πρβλ. δωδεκά-κρουνος)].

Greek Monotonic

πολύκρουνος: -ον, αυτός που έχει πολλές πηγές, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολύ-κρουνος, ον,
with many springs, Anth.