στρατύλλαξ
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ὁ, perhaps Comic Dim. of στρατηγός, toy captain, Cic. Att.16.15.3.
German (Pape)
[Seite 952] ὁ, kom., lim., das lat. imperatorculus, Cic. Att. 16, 15, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτύλλαξ: ὁ, κώμικ. ὑποκορ., Λατ. imperatorculus, Κικ. πρ. Ἀττ. 16151.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
(κωμική λ.) υποκορ. ασήμαντος στρατηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός, με εκφραστικό ένθημα -υλλ- και επίθημα -αξ, -ακος (πρβλ. σκύλ-αξ)].