ὀβριμόθυμος
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
English (LSJ)
ον, strong of spirit, Hes.Th.140, h.Hom.8.2 : written ὀμβρ-, Orph.Fr.169.12. Synonym: ὀμβριμόθυμος
German (Pape)
[Seite 289] starkmüthig; Hes. Th. 140; H. h. 7, 2; Dionysos, Hymn. (IX, 524, 16); Luc. Tragodop. 192.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cœur robuste ou hardi.
Étymologie: ὄβριμος, θυμός.
Russian (Dvoretsky)
ὀβρῐμόθῡμος: могучий духом, мужественный, отважный (Ἄρης HH; Ἄργης Hes.; θεά Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀβρῐμόθῡμος: -ον, ὁ ἔχων ἰσχυρὸν θυμόν, ὁρμητικός, Ἡσ. Θ. 140, Ὁμ. Ὕμν. 7. 2.
Greek Monolingual
ὀβριμόθυμος, -ον (Α)
ορμητικός, τολμηρός, με ισχυρή ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + θυμός (πρβλ. μακρό-θυμος)].
Greek Monotonic
ὀβρῐμόθῡμος: -ον, ισχυρογνώμων, σε Ησίοδ.