μαιεύτρια
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
English (LSJ)
ἡ, midwife, S.Fr.99, Gal.Nat.Fac.3.3.
German (Pape)
ἡ, fem. zu μαιευτής, Hebamme, Soph. frg. 86 bei B.A. 108.31.
Russian (Dvoretsky)
μαιεύτρια: ἡ Soph. = μαῖα 4.
Greek (Liddell-Scott)
μαιεύτρια: ἡ, (ἄνευ ἀρσεν. μαιευτήρ), μαῖα, Σοφ. Ἀποσπ. 86.
Greek Monolingual
η (AM μαιεύτρια)
η μαία
νεοελλ.
η μαιευτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαιεύομαι + επίθημα -τρια].