κούρβουλο

From LSJ
Revision as of 13:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source

Greek Monolingual

το (Μ κούρβουλον)
κορμός κλήματος
νεοελλ.
1. αποξηραμένος κορμός κλήματος που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη, κούτσουρο αμπέλου
2. ο κορμός κάθε δένδρου
3. (κατ' επέκτ.) το όλο φυτό, το κλήμα
4. μτφ. αδρανής, ξερός, ακίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κούρβος «καμπύλος» + -ουλο (πρβλ. ψίχ-ουλο)].