μυκτηρισμός

From LSJ
Revision as of 11:02, 12 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυκτηρισμός Medium diacritics: μυκτηρισμός Low diacritics: μυκτηρισμός Capitals: ΜΥΚΤΗΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: myktērismós Transliteration B: myktērismos Transliteration C: myktirismos Beta Code: mukthrismo/s

English (LSJ)

ὁ, = μυκτήρισμα (turning up the nose, sneering), LXX Ps.34(35).16, al., Anon. Oxy.2086 Fr.1r14;
A sarcasm, Quint.Inst.8.6.59: pl., Phld.Herc.1457.9.
2 cheating, Men.1039.

German (Pape)

[Seite 216] ὁ, das Naserümpfen, Verhöhnen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυκτηρισμός: ὁ, ὁ διὰ τῶν μυκτήρων ἐμπαιγμός, περίγελως· ἀπάτη, ἐξαπάτησις, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 402· ― παρὰ τοῖς ῥήτορσιν εἶδος εἰρωνείας, «μυκτηρισμὸς δέ ἐστι λόγος διασυρτικὸς μετὰ τῆς τῶν ῥινῶν μύσεως, ὡς ὅταν ἐπὶ κακῷ ἁλόντα τινὰ ὀνειδίζοντες εἴπωμεν, ‘καλὸν ἔργον ἐποίησας καὶ φρονίμου ἀνδρός’, ἐπιπνέοντες καὶ πνεῦμα διὰ τῶν ῥινῶν» Ἀνωνύμου περὶ Τρόπων, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 724, 19: ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ μυκτήρισμα, τό.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μυκτηρισμός, Α και μυκτηριασμός) μυκτηρίζω
1. εμπαιγμός, χλευασμός, σαρκασμός
2. πειρακτικός λόγος
αρχ.
1. (στους ρήτορες) είδος ειρωνείας
2. αντικείμενο χλευασμού
3. απάτη, εξαπάτηση.