ἐριβρεμέτης
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ου, Ep. εω, ὁ, loud-thundering, Ζεύς Il.13.624; of Aeschylus, Ar.Ra.814(hex.); Διόνυσος D.P.578, etc.; loud-roaring, λέοντες Pi.I.4(3).46; loud-sounding, αὐλός AP6.195 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 1028] ὁ, der laut tosende, donnernde Zeus, Il. 13, 624 u. sp. D.; λέων, laut brüllend, Pind. I. 3, 64; Aeschylus, Ar. Ran. 814; αὐλός, laut schallend, Archi. 4 (VI, 195), u. ä. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
au bruit retentissant.
Étymologie: ἐρι-, βρέμω.
Russian (Dvoretsky)
ἐριβρεμέτης: ου adj. m
1 оглушительно грохочущий, гремящий (Ζεύς Hom.; ирон. Αἰσχύλος Arph.);
2 издающий громкое рычание (λέων Pind.);
3 громоподобный, звонкоголосый (αὐλός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐριβρεμέτης: -ου, ὁ, ἐπὶ τοῦ Διός, ἰσχυρῶς βροντῶν, Ζεὺς Ἰλ. Ν. 624· περὶ τοῦ Αἰσχύλ., ἦ που δεινὸν ἐριβρεμέτας χόλον ἔνδοθεν ἕξει Ἀριστοφ. Βάτρ. 814· Ἰνδοὶ κῶμον ἄγουσιν ἐριβρεμέτῃ Διονύσῳ Δίον. Π. 578, κτλ.· ἰσχυρῶς βρυχώμενος, λέων Πινδ. Ι. 4. 77 (3. 64)· μεγάλως ἠχῶν, αὐλὸς Ἀνθ. Π. 6. 195.
English (Autenrieth)
εω (βρέμω): loudthundering, Il. 13.624†.
Greek Monotonic
ἐριβρεμέτης: -ου, ὁ, λέγεται για τον Δία, αυτός που ρίχνει αστραπές, κεραυνούς, σε Ομήρ. Ιλ.· αὐλός, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἐρι-βρεμέτης, ου,
of Zeus, loud-thundering, Il.: loud-sounding, αὐλός Anth.