φόντης
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
= φονεύς, only in compds., e.g. Ἀργει-, βροτο-φόντης, etc.
German (Pape)
[Seite 1298] ὁ), = φονεύς, nur in Zusammensetzungen, wie Ἀργειφόντης (?), βροντοφόντης u. vgl. gebräuchlich.
Greek (Liddell-Scott)
φόντης: φονεύς, εὕρηται μόνον ἐν συνθέσει, π. χ. Ἀργειφόντης, βροντοφόντης, κλπ., ἴδε Χοιροβοσκ. 50.