κρουπέζιον
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., Poll.10.153, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1514] τό, dim. zum Vorigen, Poll. 10, 153.
Greek Monolingual
κρουπέζιον, τὸ (Α) κρούπεζαι
υποκορ. του κρούπεζαι.