λεβητάριον

From LSJ
Revision as of 20:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεβητάριον Medium diacritics: λεβητάριον Low diacritics: λεβητάριον Capitals: ΛΕΒΗΤΑΡΙΟΝ
Transliteration A: lebētárion Transliteration B: lebētarion Transliteration C: levitarion Beta Code: lebhta/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of foreg., Poll.10.66, 95, etc.

German (Pape)

[Seite 21] τό, dim. von λέβης, Kesselchen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεβητάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Πολυδ. Ι΄, 66, 95, κτλ.

Greek Monolingual

το (AM λεβητάριον) λέβης
εκκλ. μετάλλινο εκκλησιαστικό σκεύος με σχήμα μικρού αγγείου, που χρησιμεύει για θέρμανση νερού και έκχυση του στο ιερό ποτήριο λίγο πριν από τη θεία κοινωνία, αλλ. ζέον
αρχ.
υποκορ. του λέβης, καζανάκι, μικρό δοχείο.