φαλαγγάρχης
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ου, ὁ,
A phalangarch, commander of a φαλαγγαρχία (corps of 4056 men) I, Arr.Tact. 10.6, Ascl. Tact.2.10, Ael.Tact.9.8.
II phalangarch, commander of a φαλαγγαρχία II (contingent of 64 elephants), Ascl.Tact.9, Ael.Tact.23.
German (Pape)
[Seite 1252] ὁ, Anführer der Phalanx, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλαγγάρχης: -ου, ὁ, ἀρχηγὸς φάλαγγος, Νικήτ. Εὐγεν. 5. 325.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
αρχηγός, διοικητής φάλαγγας
αρχ.
αρχηγός φαλαγγαρχίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, -αγγος + -άρχης].