ἀμέθεκτος

From LSJ
Revision as of 12:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέθεκτος Medium diacritics: ἀμέθεκτος Low diacritics: αμέθεκτος Capitals: ΑΜΕΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: améthektos Transliteration B: amethektos Transliteration C: amethektos Beta Code: a)me/qektos

English (LSJ)

ον, imparticipable, Alex.Aphr.in Metaph.637.12, Simp.in de An.218.5, Procl.Inst.23, al.; αἰτίαι Chrysipp.(?) Stoic.2.308. Adv. ἀμεθέκτως = without participating Ascl.in Metaph.115.36.

Spanish (DGE)

-ον
fil.
1 que no admite participación del mundo suprasensible, etc. τάς τε ἀμεθέκτους αἰτίας καὶ τὰς μεθεκτάς Chrysipp.Stoic.2.308, ἡ δὲ σοφία τῶν χωριστῶν ἐστι καὶ παντελῶς ἀμεθέκτων Alex.Aphr.in Metaph.637.12, cf. Procl.Inst.23, Dam.Pr.104, 136ter, Simp.in de An.218.5, Ascl.in Metaph.115.36, ὁ ἀ. νοῦς Cat.Cod.Astr.9(1).121.
2 adv. ἀμεθέκτως = sin admitir participación en el mismo sent. ἀμεθέκτως μὲν γὰρ μετέχουσι τῆς ἀληθείας τὰ νοητά Ascl.in Metaph.115.36.

German (Pape)

[Seite 120] nicht theilnehmend, Orph. frg.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέθεκτος: -ον, μὴ μετέχων, καὶ ἐπίρρ. ἀμεθέκτως Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ἀμέθεκτος, -ον (Α)
αυτός που δεν μετέχει σε κάτι, αμέτοχος, ξεχωριστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητικό + μεθεκτὸς < μετέχω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεθεξία.