μελαγκρανίς
From LSJ
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
English (LSJ)
ίδος, ἡ, black bog-rush, Schoenus nigricans, Thphr.HP4.12.1 (μελαγκράνισμα, μελαγκρανισμόν codd.), Plin.HN 21.113. (Fort. proparox.)
Greek Monolingual
μελαγκρανίς, -ίδος, ή μελάγκρανις, -άνιος, ἡ (Α)
είδος σχοίνου με μαύρη κορυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κρανίς (< κρανίον), πρβλ. εγκρανίς].