τμήγας
From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
English (LSJ)
γατόμος, ἀροτήρ, Hsch. τμῆγος· ἀρότης (quod delendum), βούτμημα, i.e. furrow, Id.
Greek (Liddell-Scott)
τμήγας: παρ’ Ἡσυχ., = γατόμος, ἀροτήρ. - Παρ’ αὐτῷ εὕρηται καὶ τμῆγος· (ἀρότης), βούτμημα, - ὅπερ ὁ Μουσοῦρος διώρθωσε τμῆγος ἀρότρου· βούτμημα, αὖλαξ.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «γατόμος, ἀροτήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμήγω «τέμνω, σχίζω» + κατάλ. -ας].