μελίστακτος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον, = μελισταγής (dropping honey, sweet as dropped honey) 2, Μοῦσαι AP 4.1.33 (Mel.).
German (Pape)
[Seite 124] dasselbe, Μοῦσαι, Mel. 1, 31 (IV, 1).
Greek Monolingual
μελίστακτος, -ον (Μ)
μελισταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + στακτός (< στάζω), πρβλ. πυρόστακτος].
Greek Monotonic
μελίστακτος: -ον, το προηγ., σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μελίστακτος: Anth. = μελισταγής.
Middle Liddell
μελί-στακτος, ον = μελιστᾰγής, Anth.]