τερατούργημα

From LSJ
Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτούργημα Medium diacritics: τερατούργημα Low diacritics: τερατούργημα Capitals: ΤΕΡΑΤΟΥΡΓΗΜΑ
Transliteration A: teratoúrgēma Transliteration B: teratourgēma Transliteration C: teratoyrgima Beta Code: teratou/rghma

English (LSJ)

ατος, τό, miracle, Suid. s.v. Διονύσιος ὁ Ἀρεωπαγίτης.

German (Pape)

[Seite 1093] τό, Wunderthat, Gaukelei, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτούργημα: τό, τεράτευα, Θεοφύλ. Σιμ. 80. 17, θαυμαστὴ πρᾶξις, Μεθόδ. 372C.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ τερατουργῶ
νεοελλ.
1. τερατώδες έργο
2. αποτρόπαιη πράξη, ενέργεια ιδιάζουσας ανηθικότητας και εγκληματικότητας
μσν.-αρχ.
1. πράξη που προκαλεί έκπληξη, θαυμασμό και φόβο, θαύμα
2. αφήγηση θαυμαστών φυσικών φαινομένων και, γενικά αλλόκοτων, παράξενων πραγμάτων, τερατολογία.