παρηγορητικός

From LSJ
Revision as of 14:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρηγορητικός Medium diacritics: παρηγορητικός Low diacritics: παρηγορητικός Capitals: ΠΑΡΗΓΟΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parēgorētikós Transliteration B: parēgorētikos Transliteration C: parigoritikos Beta Code: parhgorhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = παρηγορικός, Sch.ll.13.726.

German (Pape)

[Seite 520] ή, όν, = παρηγορικός, Schaef. Schol. Par. Ap. Rh. 2, 628; vgl. Schol. Il. 13, 736.

Greek (Liddell-Scott)

παρηγορητικός: ἴδε ἐν λ. παρηγορικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρηγορητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ παρηγορώ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παρηγοριά ή αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος να παρηγορεί, παραμυθητικός
αρχ.
1. καταπραϋντικός («καταπλάσμασι παρηγορητικωτάτοις», Γαλ.)
2. παρηγορικός, ενθαρρυντικός.