πόκα

From LSJ
Revision as of 11:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόκα Medium diacritics: πόκα Low diacritics: πόκα Capitals: ΠΟΚΑ
Transliteration A: póka Transliteration B: poka Transliteration C: poka Beta Code: po/ka

English (LSJ)

ποκά [ᾰ], Dor. for πότε, ποτέ (qq.v.).

German (Pape)

[Seite 653] u. ποκά, dor. statt πότε u. ποτέ, u. eben so durch die ganze verwandte Reihe: ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.

French (Bailly abrégé)

dor. c. πότε.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πόκα Dor. voor πότε.

Russian (Dvoretsky)

πόκα: adv. дор. = πότε.

Greek (Liddell-Scott)

πόκα: ἢ ποκὰ [ᾰ], Δώρ. ἀντὶ τοῦ πότε καὶ ποτέ· οὕτω δὲ καὶ τὰ ὅμοια, ὅκα, ὁπόκα, ὁππόκα, ἄλλοκα.

Greek Monolingual

(I)
Α
(δωρ. τ.) βλ. πότε.
(II)
η, Ν
παιχνίδι με χαρτιά που μοιάζει με το πόκερ, με τη διαφορά ότι ενώ σε αυτό όλα τα φύλλα δίνονται κλειστά, στην πόκα δίνεται μόνο το πρώτο κλειστό και τα υπόλοιπα ανοιχτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. poker].

Greek Monotonic

πόκα: ή ποκά[ᾰ], Δωρ. αντί πότε και ποτέ.