φοινικήϊος

From LSJ
Revision as of 10:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινῑκήϊος Medium diacritics: φοινικήϊος Low diacritics: φοινικήϊος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΗΪΟΣ
Transliteration A: phoinikḗïos Transliteration B: phoinikēios Transliteration C: foinikiios Beta Code: foinikh/i+os

English (LSJ)

η, ον, Ion. for φοινίκειος, A = φοινίκινος 1, of the datepalm, ἐσθὴς φ. clothing of palm leaves, Hdt.4.43; οἶνος φ. palm-wine, Id.2.86; βίκους φοινικηΐους (-ηΐου Valla) . . οἴνου πλέους 1.194; φοινικηΐη νοῦσος, = ἐλεφαντίασις, Hp. ap. Gal.19.153. II Phoenician, Hdt.3.37, 8.90, 97; γράμματα Φοινικήϊα, of the ancient Ionic alphabet, Id.5.58, cf. Scamon 2; Φ. alone, SIG38.37 (Teos, v B. C.).

German (Pape)

[Seite 1295] ion. statt φοινίκειος, φοινίκεος 2; ἐσθὴς φοινικηΐη, ein Kleid aus den Blättern od. dem Baste des Palmbaumes, Her. 4, 43; οἶνος, Palmwein, 1, 193. 2, 86. 3, 20; φοινικηΐη νοῦσος, = ἐλεφαντίασις, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
ion. c. φοινίκειος.

Greek (Liddell-Scott)

φοινῑκήϊος: -η, -ον, Ἰων. ἀντὶ φοινίκειος, = φοινίκινος Ι, ὁ ἐκ φοίνικος ἢ φοινικοδένδρου («χουρμαδιᾶς»), ἐσθὴς φοινικηίη, ἔνδυμα ἐκ φύλλων φοίνικος, Ἡρόδ. 4. 43· φ. οἶνος, οἶνος ἐκ φοινίκων («χουρμάδων»), αὐτόθι 2. 86, κλπ.· οὕτως ἐν 1. 194· ὁ Valla διώρθωσε βίκους φοινικηίου... οἴνου (ἀντὶ -ηίους)· ― φοινικηίη νοῦσος = ἐλεφαντίασις, Ἱππ. παρὰ Γαλην. ΙΙ. ὁ ἐκ Φοινίκης, Φοινικικός, Ἡρόδ. 3. 37., 8. 90 καὶ 97· Φοινικήια γράμματα, ὁ ἀρχαῖος Ἰων. ἀλφάβητος, ὁ αὐτ. 5. 58, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3044. 37, καὶ Böckh ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

(I)
-ΐη, -ον, Α
ιων. τ. βλ. φοινίκειος (II).
(II)
-ΐη, -ον, Α
(ιων.τ.) βλ. φοινίκειος (Ι).

Greek Monotonic

φοινῑκήϊος: -η, -ον, Ιων. αντί φοινίκειος·
I. αυτός που προέρχεται από Φοίνικα, ἐσθὴς φοινικηΐη, ένδυμα από φύλλου φοίνικα, σε Ηρόδ.· φοινικήϊος οἶνος, κρασί από χουρμάδες (φοίνικες), στον ίδ.
II. φοινικικός, σε Ηρόδ.· Φοινικήϊα γράμματα, λέγεται για το αρχαίο Ιωνικό αλφάβητο, σε ίδ.