ταγεύω
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
A to be ταγός or chief of Thessaly, X.HG6.1.19:—Pass., to be united under one ταγός, ib.6.1.8. 2 to be chief of a phratria, Schwyzer 323 A 1, B 31,33 (Delph., iv B.C.). 3 to be magistrate of a Thessalian town, IG9(2).517.24 (Larissa, iii B.C.), 531.2 (Thess., i B.C.). II Med., let soldiers be posted or stationed, ἄνδρας ἀρίστους . . πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι A.Th.58.
German (Pape)
[Seite 1063] beherrschen, anführen, bes. in Thessalien, Xen. Hell. 6, 1, 7; pass. 6, 1, 4; med. zum Führer einsetzen, ἀρίστους ἄνδρας ἔκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος Aesch. Spt. 58.
French (Bailly abrégé)
commander, diriger, conduire ; Pass. avoir pour commandant, pour chef;
Moy. ταγεύομαι se désigner comme commandant, comme chef.
Étymologie: ταγός.
Russian (Dvoretsky)
τᾱγεύω:
1 предводительствовать, командовать Xen.: ὅταν ταγεύηται τὰ κατὰ Θετταλίαν Xen. когда Фессалия управляется (единым) вождем;
2 med. назначать предводителями, ставить во главе (своих) отрядов (ἀρίστους ἄνδρας Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾱγεύω: εἶμαι ταγός, ἤτοι ἄρχων τῶν Θεσαλλῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 7. ― Παθ., εἶμαι ἡνωμένος ὑπὸ ἕνα ταγόν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 4. ΙΙ. Μέσ., τάσσω, παραγγέλλω νὰ ταχθῶσι στρατιῶται, ἄνδρας ἀρίστους... πυλῶν ἐπ’ ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος Αἰσχύλ. Θήβ. 58.
Greek Monolingual
Α ταγός
1. (στη Θεσσαλία) είμαι ταγός, ασκώ δημόσιο αξίωμα («ἐπεί γε μὴν ἐτάγευσε, διέταξεν ἱππικὸν ὅσον ἑκάστη πόλις δυνατὴ ἢν παρέχειν», Ξεν.)
2. είμαι αρχηγός φρατρίας
3. μέσ. ταγεύομαι
διατάζω στρατιώτες να λάβουν θέσεις («ἀρίστους ἄνδρας ἐκκρίτους πόλεως πυλῶν ἐπ' ἐξόδοισι τάγευσαι τάχος», Αισχύλ.)
4. παθ. είμαι ενωμένος μαζί με άλλους υπὸ την εξουσία ενός ταγού.
Greek Monotonic
τᾱγεύω: μέλ. ταγεύσω (ταγός),
I. είμαι άρχοντας των Θεσσαλών, σε Ξεν. — Παθ., είμαι ενωμένος κάτω από έναν ταγόν, στον ίδ.
II. Μέσ., παραγέλλω στους στρατιώτες να παραταχθούν, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
τᾱγεύω, fut. -σω ταγός
I. to be Chief of Thessaly, Xen.:— Pass. to be united under one ταγός, Xen.
II. Mid. to let soldiers be posted or stationed, Aesch.