μοχλεία

From LSJ
Revision as of 14:40, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?

Menander, Monostichoi, 113
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοχλεία Medium diacritics: μοχλεία Low diacritics: μοχλεία Capitals: ΜΟΧΛΕΙΑ
Transliteration A: mochleía Transliteration B: mochleia Transliteration C: mochleia Beta Code: moxlei/a

English (LSJ)

ἡ, = μόχλευσις (moving by a lever, setting joints by leverage) 1, Arist.Ph.259b20, Supp.Epigr.2.569.19 (Didyma, ii B.C.), Dexipp.Fr.27J. (written μοχλίαις), Orib.49.4.72; μ. τῶν ὀδόντων extraction of teeth, Gal.18(2).592; (ὀστῶν) reduction of dislocations, Id.19.461: metaph., dislodgement of chronic disease, esp. by exercise, μοχλείας δεῖσθαι Antyll. ap. Orib.6.1.1, Gal.17(1).839; πρὸς ἀνάμνησιν δέονται τῆς μ. [αἱ ψυχαί] Plu.Fr.7.19, cf. Olymp.in Grg.p.279 J.

German (Pape)

[Seite 212] ἡ, = Folgdm, bes. das Einrenken eines Knochens, sp. Medic.

Russian (Dvoretsky)

μοχλεία: ἡ анат. сочленение (τὸ ἐν τῇ μοχλείᾳ κινοῦν ἑαυτό Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μοχλεία: ἡ, = μόχλευσις, Ἀριστ. Φυσ. 8. 6, 12, Ὀρειβάσ. 120 Mai.

Greek Monolingual

μοχλεία και μοχλία ἡ (Α) μοχλεύω
1. μετατόπιση, μετακίνηση που γίνεται με μοχλό, μόχλευση
2. η χρήση πιεστήρων.