προληπτικός

From LSJ
Revision as of 14:33, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick

Menander, Monostichoi, 263
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προληπτικός Medium diacritics: προληπτικός Low diacritics: προληπτικός Capitals: ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prolēptikós Transliteration B: prolēptikos Transliteration C: proliptikos Beta Code: prolhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A anticipative, κίνησις Plu. 2.427e; σχῆμα Anon.Fig.p.158 S.; χρόνος π. τοῦ ἀποτελέσματος Vett. Val.244.31. Adv. -κῶς Sch.Ar.Av.35, A.D.Pron.10.22: Comp. -ώτερον prematurely, ib.47.10. 2 Adv. -κῶς by way of πρόληψις 1.1, opp. δοξαστικῶς, Phld.Oec.p.14 J. II Medic., of intermittent fevers, coming before the time, Gal.7.359. Adv. -κῶς ib.361.

German (Pape)

[Seite 733] ή, όν, voraus od. vorweg nehmend, vorgreifend, Plut. def. or. 32 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui anticipe.
Étymologie: προλαμβάνω.

Russian (Dvoretsky)

προληπτικός: предвосхищающий (κίνησις ἀρχηγὸς καὶ προληπτική Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προληπτικός: -ή, -όν, ὁ προλαμβάνων, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ προλαμβάνειν, δύναμις Πλούτ. 2. 427D· σχῆμα Ρήτορ. Waltz 8. 666. Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 35, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προληπτικός, -ή, -όν, ΝΑ προλαμβάνω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόληψη
νεοελλ.
1. αυτός που συντελεί στο να μη γίνει ή να μην εκδηλωθεί κάτι (α. «πήραν προληπτικά μέτρα για να αποφύγουν δυσάρεστες εξελίξεις» β. «προληπτική λογοκρισία» — λογοκρισία που επιβάλλεται πριν από δημοσίευση)
2. αυτός που έχει προλήψεις, ο δεισιδαίμονας
3. το ουδ. ως ουσ. το προληπτικό
μέτρο ή μέσο με το οποίο προλαμβάνεται η εκδήλωση ενός κακού
4. φρ. «προληπτικό κατηγορούμενο»
γραμμ. κατηγορούμενο το οποίο εκφράζει εκ τών προτέρων το αποτέλεσμα μιας πράξης και ισοδυναμεί με συμπερασματική πρόταση
αρχ.
ιατρ. (για διαλείποντα πυρετό) αυτός που εμφανίζεται πρόωρα
2. (το ουδ. σε συγκριτ. βαθμό ως επίρρ.) προληπτικώτερον
πρόωρα.
επίρρ...
προληπτικώς / προληπτικῶς ΝΑ, και προληπτικά Ν
κατά τρόπο προληπτικό.