μανδάκης
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
English (LSJ)
ου, ὁ, band to tie trusses, e.g. of hay, etc., truss, τήλεως μανδάκαι Sammelb.1959 (Oxyrhynchus, iii A. D.), cf. PFlor.198.6 (iii A. D.), Hippiatr.26:—Adv. μαμμο-ηδόν, in the form of a band, ib.52:—Dim. μαμμό-ιον, τό, bundle, truss, PRyl.236.11 (iii A. D.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gerbe.
Étymologie: DELG emprunt iranien.
Greek (Liddell-Scott)
μανδάκης: -ου, ὁ, δεσμὸς δι’ οὗ δένουσι θημωνιὰς χόρτου, Ἱππιατρ.· Ἐπίρρ. -ηδόν, αὐτόθι.
Greek Monolingual
μανδάκης, ὁ (Α)
1. η ταινία με την οποία έδεναν τις θημωνιές του χόρτου
2. δεμάτι από χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για θρακικό δάνειο από το αρχ. ιραν. banda-ka «δεσμός» (με τροπή του -b- σε -m- στη Θρακική), που εμφανίζει επίθημα -άκης, πρβλ. γαυνάκης, μανιάκης].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n..
Meaning: δεσμὸς χόρτου, sheaf, bundle.
Derivatives: μανδάκιον n. (pap.); μανδακηδόν sheafwise (Hippiatr.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like γαυνάκης (s. v.). After an old suggestion (Lagarde, Kretschmer Einl. 236, Vendryes BSL 41, 138) a Thracian LW [loanword] to OIran. banda-ka- band, fetter with Thrac. b > m. Diff. Pisani Acme 1, 292: to Lat. manus and Phryg. δακετ, Gr. θήκ-η; still diff. id. RhM 100, 389ff.: from *mant-akā to NHG Mandel sheaf etc. Cf. on μάνδρα. - Hardly IE (*mh₂n-?), so rather Pre-Greek.
Frisk Etymology German
μανδάκης: {mandákēs}
Grammar: n..
Meaning: δεσμὸς χόρτου, Garbe, Bündel
Derivative: mit μανδάκιον n. (Pap.); μανδακηδόν garbenweise (Hippiatr.).
Etymology: Bildung wie γαυνάκης (s. d.). Nach alter Annahme (Lagarde, Kretschmer Einl. 236, Vendryes BSL 41, 138) als thrakisches LW zu air. banda-ka- Bande, Fessel mit thrak. Übergang von b zu m. Anders Pisani Acme 1, 292: zu lat. manus und phryg. δακετ, gr. θήκη; noch anders ders. RhM 100, 389ff.: aus *mant-akā zu nhd. Mandel Garbe usw. Vgl. zu μάνδρα.
Page 2,169
German (Pape)
ὁ, nach Eust. 818.23 = δεσμὸς χόρτου, thrakisch, Garbenband, id. 1162.32; τὸν ἵππον καίειν ἐμπλέκοντα μανδάκῃ, Hippiatr., was auch μανδακηδὸν καίειν heißt, ibd.