ἠμελημένως

From LSJ
Revision as of 11:33, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠμελημένως Medium diacritics: ἠμελημένως Low diacritics: ημελημένως Capitals: ΗΜΕΛΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: ēmelēménōs Transliteration B: ēmelēmenōs Transliteration C: imelimenos Beta Code: h)melhme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ἀμελέω, in a state of neglect, διάγειν Isoc.Ep.8.10; ἠ. ἔχειν X.Mem.3.11.4; ἐς προῦπτον κίνδυνον ἐκπέμπεσθαι Arr.Ind.20.3; with studied neglect, ἑαυτὴν ἠ. πως κοσμήσασα D.C.51.12; carelessly, Max.Tyr.28.5.

German (Pape)

[Seite 1164] adv. zum partic. perf. pass. von ἀμελέω, sorglos, nachlässig, Sp.; – vernachlässigt, ἠμ. ἔχειν Xen. Hem. 3, 11, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec négligence.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἀμελέω.

Russian (Dvoretsky)

ἠμελημένως: небрежно, неаккуратно Xen., Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἠμελημένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀμελέω, ἀμελῶς, ἀφροντίστως, Ἰσοκρ. Ἐπ. 426C· ἠμ. ἔχειν Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4.

Greek Monolingual

ἠμελημένως (Α)
επίρρ. με αμέλεια, χωρίς φροντίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. ημελημένος του αμελούμαι].

Greek Monotonic

ἠμελημένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ἀμελέω, αμελώς, αφρόντιστα, μη επιμελημένα, απρόσεκτα· ἠμελημένως ἔχειν, σε Ξεν.

Middle Liddell

[adverb part. perf. pass. of ἀμελέω,]
carelessly; ἠμ. ἔχειν Xen.