ἠμελημένως
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ἀμελέω, in a state of neglect, διάγειν Isoc.Ep.8.10; ἠ. ἔχειν X.Mem.3.11.4; ἐς προῦπτον κίνδυνον ἐκπέμπεσθαι Arr.Ind.20.3; with studied neglect, ἑαυτὴν ἠ. πως κοσμήσασα D.C.51.12; carelessly, Max.Tyr.28.5.
German (Pape)
[Seite 1164] adv. zum partic. perf. pass. von ἀμελέω, sorglos, nachlässig, Sp.; – vernachlässigt, ἠμ. ἔχειν Xen. Hem. 3, 11, 4.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec négligence.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἀμελέω.
Russian (Dvoretsky)
ἠμελημένως: небрежно, неаккуратно Xen., Isocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἠμελημένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀμελέω, ἀμελῶς, ἀφροντίστως, Ἰσοκρ. Ἐπ. 426C· ἠμ. ἔχειν Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4.
Greek Monolingual
ἠμελημένως (Α)
επίρρ. με αμέλεια, χωρίς φροντίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. ημελημένος του αμελούμαι].
Greek Monotonic
ἠμελημένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ἀμελέω, αμελώς, αφρόντιστα, μη επιμελημένα, απρόσεκτα· ἠμελημένως ἔχειν, σε Ξεν.
Middle Liddell
[adverb part. perf. pass. of ἀμελέω,]
carelessly; ἠμ. ἔχειν Xen.