ποικιλτής

From LSJ
Revision as of 08:15, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund

Menander, Monostichoi, 537
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλτής Medium diacritics: ποικιλτής Low diacritics: ποικιλτής Capitals: ΠΟΙΚΙΛΤΗΣ
Transliteration A: poikiltḗs Transliteration B: poikiltēs Transliteration C: poikiltis Beta Code: poikilth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, broiderer, pattern-weaver, Aeschin.1.97, Arist. Mete.375a27, LXX Ex.28.6, BGU34 ii 24 (ii/iii A.D.), Chor.in Hermes 17.226, etc.:—fem. ποικῐλ-τρια, Str.17.1.36.

German (Pape)

[Seite 651] ὁ, der bunt machende, mannichfaltig, kunstreich verzierende, bes. der bunte, gestickte Kleider machende, der Sticker; ἀνήρ, Aesch. 1, 97; Plut. Pericl. 12 u. a. Sp., wie LXX.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ouvrier brodeur.
Étymologie: ποικίλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλτής -οῦ, ὁ [ποικίλλω] borduurder.

Russian (Dvoretsky)

ποικιλτής: οῦ ὁ вышивающий узоры, вышивальщик Aeschin., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλτής: -οῦ, ὁ, ὁ ποικίλλων, ὁ ἐργαζόμενος εἰς «κεντήματα», Αἰσχίν. 14. 4, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 4, 29, κτλ. ― θηλ. ποικίλτρια, Στράβων 17, 1, 36.

Greek Monolingual

ο, θηλ. ποικίλτρια, ΝΑ ποικίλλω
τεχνίτης ειδικός στα ποικίλματα, στη διακόσμηση υφασμάτων («βαφεῖς... ζωγράφοι, ποικιλταί», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ποικιλτής: -οῦ, ὁ (ποικίλλω), αυτός που εργάζεται στα κεντήματα, σε Αισχίν.

Middle Liddell

ποικιλτής, οῦ, ὁ, ποικίλλω
a broiderer, Aeschin.