ἅρπαγμα

From LSJ
Revision as of 19:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅρπαγμα Medium diacritics: ἅρπαγμα Low diacritics: άρπαγμα Capitals: ΑΡΠΑΓΜΑ
Transliteration A: hárpagma Transliteration B: harpagma Transliteration C: arpagma Beta Code: a(/rpagma

English (LSJ)

ατος, τό, A booty, prey, Lyc. 87, LXX Jb.29.17, al.: in plural, ib.Ez.22.25. 2 ἅ. εὐτυχίας windfall, Plu.2.330d; οὐχ ἅ. οὐδ' ἕρμαιον ποιεῖσθαί τι Hld.7.20.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 robo ἐπὶ ἅρπαγμα μὴ ἐπιποθεῖτε LXX Ps.61.11, cf. Si.16.13
rapto ref. al de Helena, fig. τρήρωνος ... ἅ. Lyc.87
οὐχ ἅ. οὐδ' ἕρμαιον ποιεῖσθαι τὸ πράγμα ni robar ni encontrar nada Hld.7.20.4, ἅ. τὸ ῥηθὲν ποεῖσθαι arrebatar, cortar la palabra Hld.8.7.1.
2 presa, botín ὡς λέοντες ... ἁρπάζοντες ἁρπάγματα LXX Ez.22.25, cf. Ib.29.17, Ael.NA 15.2, c. gen. ἅ. τοῦ πονηροῦ Phys.A 115.5
ἅ. εὐτυχίας ganancia inesperada, ganga Plu.2.330d.
3 porción, parte separada o arrebatada σπέρμα ἐστὶν ἀνθρώπου ὃ μεθίησιν ἄνθρωπος μεθ' ὑγροῦ ψυχῆς μέρους ἅρπαγμα Zeno Citieus 128.

German (Pape)

[Seite 358] τό, das Geraubte, Raub, Aesch. 3, 222 τὰ περὶ τὰς τριήρεις ἁρπάγματα; Plut.; was man freudig als einen Fund ergreift, Heliod.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet ravi, butin.
Étymologie: ἁρπάζω.

Greek Monolingual

το (Α ἅρπαγμα) αρπάζω νεοελλ. η αρπαγή
αρχ.
1. η λεία
2. κάτι που βρίσκει κανείς τυχαία.

Russian (Dvoretsky)

ἅρπαγμα: ατος τό похищенное, захваченное, добыча Aeschin., Plut.