φριξός
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
ή, όν, A standing on end, bristling, τρίχες Arist.Phgn.809b 25, 812b28. II φρῖξος, ὁ, Comic name for the genius or demon of shivering, AP9.617.
German (Pape)
[Seite 1307] emporstehend, -starrend, bes. vom Haare, Arist. physiogn. 5. 6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui se hérisse, hérissé.
Étymologie: φρίσσω.
Russian (Dvoretsky)
φριξός: стоящий дыбом, взъерошенный (τρίχες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
φριξός: -ή, -όν, ὁ ἐν φρικιάσει διατελῶν, ἀνωρθωμένος, τρίχες φριξαὶ Ἀριστ. Φυσιογν. 5, 8., 6, 41. ΙΙ. φρῖξος, ὁ, κωμικὸν ὄνομα τοῦ θεοῦ ἢ τοῦ δαίμονος τοῦ φόβου καὶ τοῦ τρόμου, Ἀνθ. Π. 9. 617.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
αυτός που έχει ανασηκωθεί από το ρίγος («τρίχες φριξαί», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος» + επίθημα -σος (πρβλ. ῥυσός, φοξός, χέρσος)].