ἀσιτέω
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (LSJ)
A abstain from food, fast, E.Hipp.277, Pl.Smp.220a; ἀ. ἡμέρας δύο Arist.HA594b20. 2 have no appetite, Hp.Aph.2.32.
Spanish (DGE)
1 estar sin comer, ayunar E.Hipp.277, Pl.Smp.220a, X.Lac.2.5, Arist.HA 594b20, LXX 1Ma.3.17, Es.4.16, D.Chr.4.38, Gal.10.538, Plu.2.237e, PLond.144.4 (I d.C.), Polyaen.1.46, Cyr.Al.M.71.629A.
2 no tener apetito Hp.Aph.2.32, Orib.Inc.22.25, en v. med., Hp.Epid.5.18.
German (Pape)
[Seite 370] nicht essen, fasten, Eur. Hipp. 277; Plat. Conv. 220 a; Plut.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἠσίτησα;
jeûner.
Étymologie: ἄσιτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσῑτέω: не есть, воздерживаться от пищи, голодать Eur., Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσῑτέω: διατελῶ ἄνευ τροφῆς, ἀπέχομαι τροφῆς, νηστεύω, Εὐρ. Ἱππ. 277, Πλάτ. Συμπ. 220Α· ἀσ. ἡμέρας δύο Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 5, 5. 2) δὲν ἔχω ὄρεξιν, Ἱππ. Ἀφ. 1245.
Greek Monotonic
ἀσῑτέω: μέλ. -ήσω, απέχω από το φαγητό, νηστεύω, σε Ευρ., Πλάτ.