δοξοκοπία
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ἡ, thirst for fame or thirst for popularity, Phld.Lib.p.57O., Heraclit.Ep.2, Plu.Per.5, M.Ant.11.18, Luc.Peregr.2, App.BC2.44, Hann.9, etc.; δ. ἄκρατος Epicur.Fr.120.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
búsqueda de fama, deseo de fama διὰ ... δοξοκοπίαν λέγουσι μόνον ὡς ... Phld.Lib.18b.3, δοξοκοπίῃ προσέχουσι Heraclit.Ep.2, τὴν σεμνότητα δοξοκοπίαν ... ἀποκαλοῦντες Plu.Per.5, cf. Epicur.Fr.[46], D.H.4.24, M.Ant.11.18, Plu.2.791b, Luc.Peregr.2, App.BC 2.44, Hann.9, c. giro prep. ἡ [π] ρὸς τὸν πλησί[ο] ν δ. Polystr.Contempt.21.3.
German (Pape)
[Seite 657] ἡ, Ehrsucht; Luc. Peregr. 2; Plut. Pericl. 5 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ambition de la gloire ou des honneurs.
Étymologie: δοξοκοπέω.
Greek Monolingual
δοξοκοπία, η (Α)
φιλοδοξία για φήμη ή δημοτικότητα, αχαλίνωτη φιλοδοξία.
Greek Monotonic
δοξοκοπία: ἡ, ακόρεστη φιλοδοξία, «δίψα» για φήμη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δοξοκοπία: ἡ погоня за славой, честолюбие Plut., Luc.
Middle Liddell
δοξοκοπία, ἡ, n
thirst for popularity, Plut. [from δοξοκόπος