δοξοκοπέω
English (LSJ)
A court popularity, Plb.12.25e.3, D.Chr.66.1, Plu.Per.5.
2 strike, impress the imagination, τῷ ὄχλῳ τοῦ ἀριθμοῦ Longin.23.2.
Spanish (DGE)
1 c. suj. de pers. buscar la fama, la popularidad δοξοκοποῦντες καὶ πρὸς χάριν βλέποντες Plb.12.25e.3, τι τοιοῦτο δοξοκοπεῖν Plu.Per.5, δοξοκοπῶν ... καὶ φιλοτιμούμενος D.Chr.66.1, cf. Porph.Abst.1.38, Eus.DE 3.6 (p.133), Simp.in Epict.37.178.
2 de abstr. en crít. lit. buscar majestuosidad, intentar impresionar τὰ πληθυντικὰ μεγαλορρημονέστερα καὶ αὐτῷ δοξοκοποῦντα τῷ ὄχλῳ τοῦ ἀριθμοῦ Longin.23.2.
German (Pape)
[Seite 657] nach Ehre trachten, ehrsüchtig handeln; Pol. Exc. Vat. p. 391; Plut. Pericl. 4 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
δοξοκοπῶ :
prétendre à la gloire ou aux honneurs.
Étymologie: δόξα, κόπτω.
Greek Monotonic
δοξοκοπέω: μέλ. -ήσω, επιδιώκω δόξα, φήμη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δοξοκοπέω: добиваться славы, быть честолюбивым, искать популяргости Polyb., Plut.
Middle Liddell
δοξοκοπέω, fut. -ήσω [from δοξοκόπος
to court popularity, Plut.