ληκέω
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
Dor. and later Gr. λᾱκέω, crack, crackle, Theoc.2.24; burst asunder, ἐλάκησε μέσος Act.Ap.1.18; λακῆσαι τὰς ψύλλας ποιήσεις Gp.13.15.5:—in Call.Iamb.1.183 P. the context is broken.
German (Pape)
[Seite 39] ion. = λακέω, λάσκω, w. m. s. = βινέω, ληκῆσαι, erkl. Phot. παῖσαι, πλησιάσαι, u. führt aus Phereer. ληκούμεσθα an, wie Ar. Th. 494 ὅταν ὑπό του ληκώμεθα, v.l. κινώμεθα. S. λαικάζω.
French (Bailly abrégé)
claquer.
Étymologie: DELG λάσκω.
Russian (Dvoretsky)
ληκέω: дор. λᾱκέω издавать звук, звучать Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
ληκέω: Δωρ. λᾱκέω, ἠχῶ, Θεόκρ. 2. 24· πρβλ. λάσκω.
Greek Monotonic
ληκέω: Δωρ. λᾱκέω, ηχώ, σε Θεόκρ.