κωπεύς
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
έως, ὁ, (κώπη) always in plural κωπέες, Att. κωπῆς, pieces of wood fit for making oars, spars, Hdt.5.23, Ar.Ach.552, Lys.422, And. 2.11, IG12.46.11, 22.1609.95, al.
German (Pape)
[Seite 1546] ὁ, Ruderholz, breites, zum Rudern taugliches oder gebräuchliches Holz, B. A. 274, 32; Her. 5, 23 ist verbunden ἴδη ναυπηγήσιμος καὶ πολλοὶ κωπέες καὶ μέταλλα ἀργύρεα; so auch Ar. Ach. 526, κωπέων πλατουμένων, vom Schol. richtig erkl.; so Andoc. 2, 11; Theophr.; vgl. Att. Seew. XIV b 114. – Deswegen ist auch Ar. Lys. 422 wohl nicht an Ruderer zu denken, wie der Schol. es κωπηλάτης erkl.; vgl. Böckh's Staatshaush. I p. 75. 119.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κωπεύς -έως, ὁ [κώπη] (lang) stuk hout.
Russian (Dvoretsky)
κωπεύς: έως ὁ (pl. κωπέες - атт. κωπῆς) дерево для изготовления весел Her., Arph.
Greek Monolingual
κωπεύς, -έως, ὁ (Α) κώπη
(μόνο στον πληθ.) κωπέες και (αττ. τ.) κωπῆς
πλατιά ξύλα κατάλληλα για την κατασκευή κουπιών.
Greek Monotonic
κωπεύς: -έως, ὁ, μόνο στον πληθ. κωπέες, Αττ. κωπῆς, κομμάτια ξύλου, κατάλληλα για την κατασκευή κουπιών, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
κωπεύς: έως, ὁ, ἀείποτε κατὰ πληθ. κωπέες, Ἀττ. κωπῆς, τεμάχια ξύλων κατάλληλα πρὸς κατασκευὴν κωπῶν, Ἡρόδ. 5. 23, Ἀριστοφ. Ἀχ. 552, Λυσ. 422, Ἀνδοκ. 21. 11, κτλ.· ― «κωπέας: τὰ ξύλα τὰ ἐπιτήδεια εἰς κώπας νεῶν· ἢ τοὺς κωπηλάτας» Α. Β. σ. 274, 32.
Middle Liddell
κωπεύς, έως,
only in plural κωπέες, attic κωπῆς, pieces of wood fit for making oars, oar-spars, Hdt., Ar., etc.