δελτοειδής

From LSJ
Revision as of 10:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δελτοειδής Medium diacritics: δελτοειδής Low diacritics: δελτοειδής Capitals: ΔΕΛΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: deltoeidḗs Transliteration B: deltoeidēs Transliteration C: deltoeidis Beta Code: deltoeidh/s

English (LSJ)

ές, delta-shaped, triangular, Hsch. s.v. καρχήσιον; of the deltoid muscle, Gal.2.354. Adv. -δῶς Ruf.Oss.10.

Spanish (DGE)

-ές
I 1que tiene forma de delta, triangular ἐργαλεῖον τεκτονικόν Hsch.s.u. καρχήσιον.
2 anat. que tiene forma de delta σχῆμα Gal.2.354
subst. ὁ δ. deltoide Gal.2.356, 359, 18(1).306.
3 subst. ὁ δ. n. de un apósito Ps.Sor.Quaest.242.
II adv. -ῶς en forma de delta o triangular δ. ἐπίκειται Ruf.Oss.10.

German (Pape)

[Seite 544] ές, dreieckig, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

δελτοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα τοῦ δέλτα, τριγωνικός, Ἡσύχ. ἐν λ. καρχήσιον.

Greek Monolingual

-ές (AM δελτοειδής, -ές)
όποιος έχει το σχήμα του γράμματος Δ
νεοελλ.
1. ανατ. «δελτοειδής μυς» — ισχυρός τριγωνικός μυς ο οποίος περιβάλλει την άρθρωση του ώμου
2. «δελτοειδής σύνδεσμος» — σύνδεσμος της κνημαστραγαλικής διαρθρώσεως, αποτελούμενος από τρεις τριγωνικές δεσμίδες
3. «δελτοειδές έπαρμα ή φύμα» — τραχύ και πλατύ έπαρμα της εξωτερικής επιφάνειας του βραχιόνιου οστού
4. βιολ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα δελτοειδή
οικογένεια Λεπιδόπτερων Εντόμων
5. βοτ. δελτοειδή
κατηγορία φυτών με τριγωνικά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτα + -ειδής < είδος].