σανιδόω
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
board over, Supp.Epigr. 4.449.22 (Didyma, ii B.C.); σεσανιδωμένον πλοῖον decked vessel, PLond.3.1164h7 (iii A.D.), cf. Ath.Mech.22.9 (Pass.), Sch.Th. 1.10.
German (Pape)
[Seite 861] mit Brettern bedecken, mit einem Verdecke versehen, πλοῖα σεσανιδωμένα, Schol. Thuc. 1, 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couvrir d'un toit, munir d'un pont en parl. de navire ; Pass. en parl. d'un toit être revêtu de bois ou voligé ; en parl. de mine être blindé.
Étymologie: σανίς.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰνῐδόω: (σανὶς) καλύπτω μὲ σανίδας, στρώνω μὲ σανίδια, σεσανιδωμένα πλοῖα, ἔχοντα κατάστρωμα, Σχόλ. εἰς Θουκ. 1. 10, πρβλ. Ἀθηναίων. π. Μηχαν. 6Α,
Greek Monotonic
σᾰνῐδόω: μέλ. -ώσω, καλύπτω, στρώνω με σανίδες.
Middle Liddell
σᾰνῐδόω, fut. -ώσω
to cover with planks. [from σᾰνίδωμα]