ἐνοφθαλμίζω

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνοφθαλμίζω Medium diacritics: ἐνοφθαλμίζω Low diacritics: ενοφθαλμίζω Capitals: ΕΝΟΦΘΑΛΜΙΖΩ
Transliteration A: enophthalmízō Transliteration B: enophthalmizō Transliteration C: enofthalmizo Beta Code: e)nofqalmi/zw

English (LSJ)

inoculate, bud, δένδρον ἓν ἀπὸ πλειόνων Thphr.CP5-5.4, cf. Gp.10.77.1:—Pass., Inscr.Délos 366B20, Procl. in Cra.p.39P.

Spanish (DGE)

1 agr. injertar ἐνοφθαλμίσαι δένδρον ἓν ἀπὸ πλειόνων καὶ διαφόρων Thphr.CP 5.5.4, en v. pas. ἐ[λ] αίους ἐνωφθαλμισμέν<ου>ς ID 366b.20 (III a.C.), πίτυς ... οὐκ ἐνοφθαλμίζεται Plu.2.640a, (τὰ φυτά) ... ὅταν ἐνοφθαλμίζωνται ἢ ἐγκεντρίζωνται Procl.in Cra.39, cf. Porph.Gaur.10.1, Gp.11.18.10
abs. hacer un injerto, Gp.10.77.1.
2 intr. en v. med.-pas., sent. dud., quizá saltar a la vista ἐνοφθαλμισθήσεταί σοι PTeb.725.8 (II a.C.).

German (Pape)

[Seite 851] inokuliren, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοφθαλμίζω: ἐγκεντρίζω, «μπολιάζω», δένδρον ἀπό τινος Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 5, 4· ἐνοφθαλμισμός, ὁ, τὸ ἐνοφθαλμίζειν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 1 καὶ 2, Πλούτ. 2. 640Β, Γεωπον. 10. 75, 1., 10. 77, 1· οὕτω καὶ ἐνοφθάλμισμα, τό, Συνέσ. 294C.

Greek Monolingual

(AM ἐνοφθαλμίζω) οφθαλμός
(για δέντρα) μπολιάζω, εγκεντρίζω
νεοελλ.
εισάγω στον οργανισμό θεραπευτικό εμβόλιο.